- ἐδανά
- ἐδανόςeatableneut nom/voc/acc plἐδανά̱ , ἐδανόςeatablefem nom/voc/acc dualἐδανά̱ , ἐδανόςeatablefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εδανά — (Μ ἐδανά) επίρρ. 1. τοπ. σε αυτήν ακριβώς τη θέση 2. εκεί 3. χρον. τώρα δα, αυτή τη στιγμή … Dictionary of Greek